- νήριτος
- νήριτος, -ον (Α)(ποιητ. τ.)1. αναρίθμητος, απειράριθμος2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτονόρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό τής Ανωγής3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη-* και β' συνθετικό το θ. αρι- που εμφανίζεται στη λ. αριθμός, επίσης στα ανθρωπωνύμια Ἐπήριτος, Πεδάριτος, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. Ἐπάριτοι «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -ηριτος) εἰκοσινήριτος].
Dictionary of Greek. 2013.